- ἀστρώδης
- ἀστρώδης, ες,A = ἀστροειδής, Lyd.Mens.4.73.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστρώδης — ες (Α ἀστρώδης, ες) ο αστεροειδής … Dictionary of Greek
ἀστρώδη — ἀστρώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀστρώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀστρώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρώδους — ἀστρώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek